Saturday 10 January 2009

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ……ΤΗΣ ΣΗΜΑΙΑΣ
ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΑΤΣΙΣΤΕΣ;
Του Αθαν. Φραγκούλη

Θα έρθει αναμφίβολα ο καιρός που η Ευρώπη δεν θα είναι
παρά μια μεγάλη οικογένεια * μα και η ελπίδα έχει κι αυ-
τή το φανατισμό της
Μιραμπώ

Λένε πως , για να μελετήσει κανείς ένα γεγονός αντικειμενικά , πρέπει να απομακρυνθεί χρονικά από αυτό, γιατί έτσι θα απαλλαγεί από το συναίσθημα, που πολλές φορές παραμορφώνει τα πράγματα και αλλοιώνει την εικόνα τους . Τώρα , λοιπόν, που έχει κατακαθίσει η σκόνη που σήκωσε ο σάλος που δημιούργησε η υπόθεση του Αλβανού μαθητή Τσενάϊ, μπορεί κανείς να κρίνει πιο ψύχραιμα και πιο λογικά , όσα διαδραματίστηκαν σχετικά με αυτό το θέμα.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έκαναν πάλι το θαύμα τους. Οργάνωσαν συζητήσεις επί συζητήσεων , έκαναν ζωντανές συνδέσεις με τον τόπο των γεγονότων και προσπάθησαν να λύσουν το «ακανθώδες» πρόβλημα, αν πρέπει, όσοι δεν είναι Έλληνες, να σηκώνουν την ελληνική σημαία στη διάρκεια των παρελάσεων. Οι συζητήσεις για το θέμα κράτησαν μέρες ολόκληρες. Έννοιες όπως πατριωτισμός και εθνικισμός , δημοκρατία και φασισμός , ανθρωπισμός και ρατσισμός , ενσωμάτωση , ένταξη και αφομοίωση , η σημαία φυσικά ,και άλλες ειδικές λέξεις δεινοπάθησαν πραγματικά από αυτούς που όλα τα ξέρουν! Δόθηκε τόσο μεγάλη δημοσιότητα στο θέμα και ο Οδυσσέας Τσενάι προβλήθηκε τόσο πολύ , που είναι βέβαιο πως οι Έλληνες σήμερα τον γνωρίζουν καλύτερα από τον ομηρικό Οδυσσέα, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο ή , ακόμη , και από τον Οδυσσέα Ελύτη !
Πολλά θέματα τέθηκαν ‘ επί τάπητος’. Ανάμεσα σε άλλα υποστηρίχθηκε πως οι Έλληνες είναι ρατσιστές. Για να τεκμηριώσει κανείς την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής πρέπει να ξεκαθαρίσει πρώτα –πρώτα τι εννοεί με τον όρο ‘ ρατσισμός’ και δεύτερο ποιους Έλληνες εννοεί, αυτούς που έζησαν πριν χιλιάδες χρόνια , αυτούς που ζουν σήμερα , όλους μαζί αδιακρίτως ή τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας , που δεν επέτρεψαν στον πρωτεύσαντα Αλβανό μαθητή να κρατήσει την ελληνική σημαία.
Η έννοια ‘ρατσισμός’ ( από το race που θα πει φυλή) είναι πολύ σύνθετη και πολύπλοκη και η υπερ-απλούστευσή της μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σύμφωνα με το Λεξικό των κοινωνικών επιστημών της Unesco ο όρος αναφέρεται σε μια διαδικασία ή μορφή κοινωνικού ελέγχου , ο οποίος υπηρετεί τη διατήρηση της κοινωνικής αποστάσεως μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κατηγοριών , διαμέσου μιας σειράς πρακτικών μέτρων , που έχουν λίγο ως πολύ θεσμοποιηθεί και λογικά συστηματοποιηθεί. Τα πρακτικά μέτρα που εφαρμόζονται περιέχουν τον αυθαίρετο υποβιβασμό για λόγους που δε σχετίζονται άμεσα με την πραγματική συμπεριφορά των προσώπων, σε βάρος των οποίων γίνεται η διάκριση . Μάλιστα οι λόγοι αυτοί συχνά αντιφάσκουν προς τις παραδεκτές αντιλήψεις περί δικαιοσύνης και αγαθότητας. Με τις παρατηρήσεις αυτές συμφωνεί και ο Μπαμπινιώτης που γράφει στο Λεξικό του : ‘ Ρατσισμός είναι η κοινωνική και πολιτική πρακτική διακρίσεων , που βασίζεται στο δόγμα της ανωτερότητας μιας φυλής , εθνικής ή κοινωνικής ομάδας και στην καλλιεργημένη αντίληψη των μελών της ότι οφείλουν να περιφρουρήσουν την αμιγή σύσταση , την καθαρότητα της ομάδας τους , καθώς και τον κυριαρχικό τους ρόλο έναντι των υπολοίπων φυλετικών , εθνικών , κοινωνικών κλ.π. ομάδων , που θεωρούνται από αυτά κατώτερες’. Σε αυτούς τους ορισμούς στηρίζεται και η διαίρεση του ρατσισμού σε είδη και μορφές , όπως είναι ο φυλετικός , ο κοινωνικός , ο πολιτικός , ο θρησκευτικός ρατσισμός .
Με αυτά τα δεδομένα οι Έλληνες είναι ρατσιστές; Η απάντηση είναι πως οι Έλληνες είναι ρατσιστές όσο και οι άλλοι λαοί όχι για τίποτε άλλο , αλλά γιατί δεν θα μπορούσε να συμβαίνει αλλιώς. Τούτο συνάγεται από τη μελέτη της ελληνικής ιστορίας. Στην αρχαία Ελλάδα , ακόμη και στην Αθήνα που υπογράμμισε τις υψηλές και ακατάλυτες ηθικές αξίες της ζωής και έδωσε στον κόσμο τα ανθρωπιστικά ιδανικά, υπήρχαν βέβαια φιλόσοφοι που υποστήριξαν την ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ όλων των ανθρώπων . Έτσι οι Πυθαγόρειοι ζητούσαν και εφάρμοζαν στην καθημερινή τους ζωή ανθρώπινη συμπεριφορά έναντι των δούλων . Ο Αθηναίος σοφιστής Αντιφώντας σ’ ένα από τα αποσπάσματα του έργου του που σώζεται ( Diels- Kranz , Αποσπάσματα προσωκρατικών ΙΙ 87 Β 44 b 2) δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ των ανθρώπων και υποστηρίζει πως η φύση δε διέκρινε τους ανθρώπους σε ελεύθερους και δούλους –« φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι». Και ο Ελεάτης σοφιστής Αλκιδάμας έγραψε πως « ελευθέρους αφήκε πάντας θεός * ουδένα δουλον η φύσις πεποίηκεν» ( Αριστ. Ρητορική , 1373 b 18).

Παράλληλα όμως με αυτές τις διακηρύξεις , μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας , όπως ο Αριστοτέλης , είχε μιλήσει για ανθρώπους που είναι από τη φύση τους δούλοι ,που έχουν τόσο μόνο λογικό , όσο είναι απαραίτητο , για να εξυπηρετούν τις αισθήσεις τους, για ανθρώπους «κτήματα» και «όργανα έμψυχα» ( Ηθικ. Νικομ. 1161 b 4). Ο ίδιος φιλόσοφος συμβούλευε το μαθητή του Αλέξανδρο να φέρεται στους Έλληνες σαν ηγεμόνας και να τους φροντίζει σαν φίλους ,στους βαρβάρους όμως να φέρεται σαν δεσπότης και να τους θεωρεί φυτά ή ζώα ( Πλούταρχος , Ηθικά- Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής , Λόγος Α΄6, 39, 9 b ). Και ο Ευριπίδης υποστήριζε πως οι Έλληνες πρέπει να εξουσιάζουν τους βαρβάρους , γιατί αυτοί είναι δούλοι (Ιφιγένεια η εν Αυλίδι ,στ. 1400). Πέρα από αυτό οι αρχαίοι Έλληνες διανοούμενοι , όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας , εκτιμούσαν μόνο το θεωρητικό βίο και περιφρονούσαν τις πρακτικές ασχολίες* αποκαλούσαν περιφρονητικά ‘βαναύσους’ τους χειρώνακτες και ‘βαρβάρους’ του μη ελληνικούς λαούς, με κάποια διάθεση μειωτική και απαξιωτική.
Είναι αφελείς ή υποκριτές αυτοί που κάνουν πως δε γνωρίζουν πως και στη σημερινή Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι ρατσιστές και άνθρωποι αντι-ρατσιστές* πως ο ρατσισμός είναι στάση ζωής , που οδηγεί σε συγκεκριμένες συμπεριφορές , και πως η στάση αυτή διαμορφώνεται από τις γνώσεις και τις εμπειρίες του καθενός * πως όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν τις ίδιες εμπειρίες . Είναι υποκριτές αυτοί που ‘ελαφρά τη καρδία’ οριοθετούν ‘κατά το δοκούν’ τον εθνισμό και τον εθνικισμό , τον πατριωτισμό και τον ρατσισμό , προκαλώντας σύγχυση και ταραχή. Πότε ένας άνθρωπος περνά το κατώφλι της ‘κανονικότητας’ και γίνεται ρατσιστής; Ο πιστός σε μια θρησκεία είναι εξορισμού ρατσιστής ή μήπως η σχέση θρησκείας και ρατσισμού πρέπει να περιγραφεί ως ενδεχόμενη και με βάση κάποια κριτήρια , μεταξύ των οποίων είναι η αποκλειστικότητα και η μισαλλοδοξία; Η ηρωική πράξη ., η παράλογη αυτοθυσία , η εμμονή στα σύμβολα είναι αποτέλεσμα φανατισμού και εκδήλωση ρατσισμού; Οι αρνητικές συνδηλώσεις που συνοδεύουν αυτές τις έννοιες ως στάσεις πνευματικές και ως τρόπο συμπεριφοράς συχνά αναιρούν την ψύχραιμη θεώρηση.
Κάποτε ένας άνθρωπος ρώτησε κάποιον άλλον που παρίστανε τον αντι-ρατσιστή και το δημοκράτη αν θα πάντρευε την κόρη του με ένα μαύρο. Αυτός απάντησε χωρίς δισταγμό «Ναι». Κι όταν τον ρώτησε αν έχει κόρη , αυτός απάντησε «Όχι». Βλέπετε πολλοί είναι οι άνθρωποι που παρουσιάζονται αντι- ρατσιστές με το αζημίωτο . Είναι εκείνο που λέει ο λαός « έξω από το χορό πολλά τραγούδια». Οι αντι-ρατσιστές δεν τολμούν να δεχτούν πως ο ρατσισμός υπάρχει ‘εν δυνάμει’ σε όλους τους ανθρώπους και εκδηλώνεται με ποικίλους τρόπους , όταν διαμορφωθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Ο M. Duverger στο έργο του Εισαγωγή στην πολιτική γράφει επιγραμματικά : « Πάρα πολύ λίγοι άνθρωποι τολμούν να ομολογήσουν ανοιχτά ότι είναι ρατσιστές εκτός από μερικούς φασίστες και τους λευκούς κατοίκους χωρών με αποικιακή διάρθρωση . Κι όμως πολλοί είναι ρατσιστές κατά βάθος, συχνά ασυνείδητα» .
Ας αφήσουμε ,λοιπόν , όπως λέει ο Ν. Δήμου, τους φαρισαϊσμούς και ας αναζητήσουμε βαθιά μέσα μας τις ρίζες του ρατσισμού ,ας κάνουμε αυτοανάλυση και έντιμη κριτική , ας παραδεχτούμε τα σφάλματά μας ,ας αφήσουμε τα υποκριτικά κηρύγματα , γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεριζώσουμε αυτή τη φοβερή μάστιγα που δηλητηριάζει τη ζωή και στη χώρα μας .

[ Ο Αθανάσιος Φραγκούλης είναι Δρ της Κλασικής Φιλολογίας , επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος , τ. Διευθυντής του Πειραματικού Λυκείου της Ευαγγελικής Σχολής Σμύρνης , συγγραφέας ].

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ

[Από τον κ. Φραγκούλη Αθανάσιο, Δρ Κλασικής Φιλολογίας, Επίτ. Σχολικό Σύμβουλο]

Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε μάρτυρες κάποιων γεγονότων που μας κάνουν να προβληματιζόμαστε αν πράγματι ζούμε σε αληθινά δημοκρατική χώρα. Βουλευτές διαγράφονται, γιατί τόλμησαν να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους και να εναντιωθούν σε μια πολιτική που, κατά την άποψή τους, δεν υπηρετεί το συμφέρον του λαού, πράγμα που είναι και η αποστολή κάθε κυβέρνησης. Βέβαια, το φαινόμενο αυτό δεν είναι πρωτόγνωρο. Όλοι οι πολιτικοί ηγέτες και οι αρχηγοί κομμάτων στο παρελθόν εφάρμοσαν αυτή την τακτική του ‘αποκεφαλισμού’, δείχνοντας πως είναι ανίκανοι να ανεχτούν την πολυφωνία στην οποία στηρίζεται κάθε γνήσια δημοκρατία.

Ο Περικλής στον Επιτάφιό του (Θουκ. ΙΙ 37) θεωρεί την ελευθερία βασικό γνώρισμα και οργανικό συστατικό της αθηναϊκής δημοκρατίας. Αυτός λέει: «Ελευθέρως δε τα τε προς τα κοινά πολιτεύομεν», δηλαδή είμαστε ελεύθεροι, ζούμε χωρίς περιορισμούς στη δημόσια ζωή. Κι όταν οι αρχαίοι έλεγαν «ελευθερία» εννοούσαν την δυνατότητα του ανθρώπου να ενεργεί, να λέει και να σκέπτεται χωρίς εσωτερικούς και εξωτερικούς καταναγκασμούς. Η αξία αυτή ήταν όχι μόνο ύψιστο δικαίωμα των πολιτών, αλλά και βασική τους υποχρέωση. Είχαν υποχρέωση οι Αθηναίοι να εκφράζουν τις απόψεις τους με ‘παρρησία’, όπως έλεγαν. Είναι αξιοσημείωτο αυτό που λέει ο Σοφοκλής με το στόμα του Κρέοντα στην Αντιγόνη του: «εμοί γαρ όστις πάσαν ευθύνων πόλιν // μη των αρίστων άπτεται βουλευμάτων, // αλλ’ εκ φόβου την γλώσσαν εγκλήισας έχει, κάκιστος είναι νυν τε και πάλαι δοκεί», δηλαδή όποιος κυβερνά μια πόλη και δεν παίρνει τις πιο σωστές αποφάσεις, αλλά από τον φόβο κλείνει το στόμα του, αυτός μου φαίνεται πως είναι και πάντα μου φαινόταν πως είναι ο χειρότερος από τους ανθρώπους (στ. 178-181). Και πιο κάτω ο Κρέων συμπληρώνει πως δε θα κλείσει το στόμα του, αν δει πως η συμφορά απειλεί την πόλη αντί για τη σωτηρία.

Οι αρχαίοι Έλληνες διανοούμενοι συνέδεσαν την αξία της ελευθερίας στην έκφραση γνώμης, την ‘παρρησία’, με την ‘ισηγορία’. Και παρρησία χωρίς ελευθερία δε δύναται να υπάρξει. Ο Ευσέβιος (Ανθολόγιο του Στοβαίου 59) λέει πως «παρρησίη από γνώμης ελευθέρης και αληθείην ασπαζομένης προέρχεται», δηλαδή η παρρησία πηγάζει από το ελεύθερο φρόνημα, από φρόνημα που σέβεται την αλήθεια, ενώ ο Ευριπίδης (Ιππόλυτος 421-423) βάζει τη Φαίδρα να λέει: «ελεύθεροι παρρησία θάλλοντες οικοίεν πόλιν κλεινών Αθηνών», δηλαδή πως κατοικούν την ένδοξη πόλη της Αθήνας ακμάζοντας μέσα από το δικαίωμά τους να λένε ελεύθερα και θαρραλέα τη γνώμη τους. Και ο Πλάτων (Γοργίας 461 e) εξαίρει αυτό το γνώρισμα της δημοκρατικής αθηναϊκής κοινωνίας λέγοντας «Αθήναζε αφικόμενος, ου της Ελλάδος πλείστη εξουσία του λέγειν» (= έφτασα στην Αθήνα, όπου υπάρχει η πιο μεγάλη ελευθερία να πει κανείς την άποψή του).

Αυτό το δικαίωμα προσπαθούν τα κόμματα να στερήσουν από τους βουλευτές. Μα σαν καταργήσουν την ελευθερία, τότε σε τι διαφέρει η δημοκρατία από την τυρρανία; Μήπως αυτά φοβούνται την ελευθερία, όταν τα αφορά; Θέλουν να καταστήσουν τους εκπροσώπους του λαού δούλους; Γιατί υποδουλώνεται, χάνει την προσωπικίτητά του αυτός που δεν έχει το δικαίωμα να πει ανοιχτά την άποψή του. Το είπε η Ιοκάστη στις Φοίνισσες του Ευριπίδη: «Αυτό που είπες είναι γνώρισμα δούλου, να μην μπορεί να πει κάποιος αυτό που έχει στο μυαλό του» (Δούλου τόδ’ είπας, μη λέγειν, α τις φρονεί, στ. 392) και ο Δημοσθένης: «δεν υπάρχει μεγαλύτερη δυστυχία για τους ελεύθερους από το να στερηθούν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους» (απόσπ. 35: ουδέν αν είη τοις ελευθέροις μείζον ατύχημα του στέρεσθαι της παρρησίας».

Είναι εύκολο να διαγράψεις ένα βουλευτή, αλλά είναι δύσκολο να δικαιολογήσεις στον λαό και τη βάση τη διαγραφή του. Υπάρχει, βέβαια, το επιχείρημα πως ανάλογες συμπεριφορές βλάπτουν το κόμμα και πως ο κάθε βουλευτής που διαφωνεί έχει το δικαίωμα, τη δυνατότητα και την υποχρέωση να εκφράσει τη διαφωνία του στα αρμόδια κομματικά όργανα. Όμως, μπορεί κάποιος να υποβάλει κάποιες ερωτήσεις. Τι οφείλει να κάνει ο βουλευτής, όταν διαπιστώσει πως απευθύνεται σε ‘ώτα μη ακουόντων’; Το κόμμα είναι ανώτερο από τον λαό; Δεν πρέπει ο λαός να μάθει ποιες είναι οι θέσεις του βουλευτή που ψήφισε να τον εκπροσωπήσει στη Βουλή; Μήπως ο βουλευτής, ο κάθε βουλευτής δεν είναι φορέας και εκφραστής της αγωνίας του λαού που τον ψήφισε; Και δε μιλώ για μερικούς υποκριτές, ανάξιους να εκπροσωπούν τον λαό που ανοίγουν το στόμα τους, όταν χάσουν τον υπουργικό θώκο. Μιλώ για τους απλούς βουλευτές, αυτούς που, σαν τα πουλιά, δε θα δέχονταν να ανταλλάξουν την ελευθερία τους ούτε με ένα χρυσό κλουβί.

Υπάρχει, βέβαια, και το σοφιστικό ‘δόγμα’: ή συμφωνείς ή παραιτείσαι. Γιατί να παρατηθεί; Εκλέχτηκε, λένε, κάτω από τη σημαία του κόμματος. Πολλούς ορίζει ως υποψήφιους το κόμμα, αλλά δεν εκλέγονται όλοι. Έτσι, μόνο ο λαός που στέλνει κάποιον στη Βουλή έχει το δικαίωμα να τον απομακρύνει από αυτή. Αλλιώς, το πολίτευμα γίνεται «λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε της του πρώτου ανδρός αρχή», όπως έλεγε και ο Θουκυδίδης για τον Περικλή. Γιατί, σημασία δεν έχουν τα μέτρα που λαμβάνει η κάθε κυβέρνηση, αλλά αν αυτά εκφράζουν τη βούληση του λαού που την ψήφισε.

Το χειρότερο, όμως, είναι άλλο. Τα κόμματα προσπαθούν να επιβάλουν στους βουλευτές ‘πειθαρχημένη ελευθερία’ τη στιγμή που σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτικού και κοινωνικού βίου επικρατεί άκρατη και απεριόριστη ελευθερία. Είναι γνωστό πως στη χώρα μας σχεδόν κανένας νόμος δεν εφαρμόζεται και ο καθένας μπορεί όχι μόνο να λέει, αλλά και να κάνει ό τι θέλει. Η κατάσταση θυμίζει την παρηκμασμένη δημοκρατία του 4ου αι. π.Χ., οπότε οι πολίτες θεωρούσαν «την μεν ακολασίαν δημοκρατίαν, την δε παρανομίαν ελευθερίαν, την δε παρρησίαν ισονομίαν, την δε εξουσίαν του ταύτα ποιειν ευδαιμονίαν». Είναι, λοιπόν, αντιφατικό και αστείο να επιβάλλουμε μόνο στους βουλευτές αυτό που δεν υπάρχει στην υπόλοιπη ζωή.

Φαίνεται πως τα κόμματα οφείλουν να ξανασκεφτούν τη δομή και την οργάνωσή τους και οι πολιτικοί ηγέτες να μην επαφίενται στους αυλικούς και του κόλακες που από τη φύση τους μόνο το ευχάριστο εισηγούνται αλλά ποτέ το ωφέλιμο, αν είναι δυσάρεστο στα αυτιά τους. Να μη στηρίζονται σε ανθρώπους που τους φουσκώνουν με αέρα σαν να είναι μπαλόνια ή ανθρώπους που προσπαθούν να τους ξεδιψάσουν προσφέροντάς τους το ‘λασπόνερο’ της κολακείας. Ας πιστέψουν στους βουλευτές τους, γιατί αυτοί είναι «τα ώτα και οι οφθαλμοί» τους, όπως έλεγε μια αρχαία παροιμία.

Sunday 30 November 2008

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΗΓΕΤΗΣ
[ Από τον Αθαν. Φραγκούλη , Δρ. της Κλασικής φιλολογίας, Επίτ. Σχολικό Σύμβουλο ]
Συνήθης σύγχρονη πρακτική είναι η πραγματοποίηση δημοσκοπήσεων για τη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης σχετικά με την ασκούμενη από τα κόμματα και την κυβέρνηση πολιτική. Ανάμεσα στα ερωτήματα που τίθενται είναι και αυτό στο οποίο οι πολίτες καλούνται να απαντήσουν ποιον θεωρούν «καταλληλότερο πρωθυπουργό». Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων ανακοινώνουν τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, αλλά δεν αποκαλύπτουν με ποια κριτήρια οι ερωτώμενοι κάνουν την αξιολόγησή τους και την επιλογή τους. Είναι αλήθεια αυτό που τονίζει κάποιος διανοούμενος, ότι ο λαός αντιμετωπίζει αμφιθυμικά τον ικανό ηγέτη του: το συμφέρον και οι προσδοκίες τον περιβάλλουν με κατανόηση και αγάπη, αλλά ο ανικανοποίητος εγωισμός του τον φορτώνει με ευθύνες και αντιπάθεια. Η περίπτωση ανακαλεί στη μνήμη μου κάτι εκθέσεις που δίναμε εμείς οι εκπαιδευτικοί στα παιδιά και τα καλούσαμε να μας πουν ποιο θεωρούν ‘καλό καθηγητή’. Οι απαντήσεις έδειχαν πόσο τα κριτήρια των μαθητών ήταν ανορθόδοξα και λανθασμένα.
Οι πολίτες που καλούνται να εκφέρουν αξιολογική κρίση είναι αντικειμενικοί και αμερόληπτοι; Γνωρίζουν, άραγε, ποιες είναι οι αρετές που πρέπει να συγκεντρώνει κάποιος, για να θεωρηθεί ικανός πολιτικός ηγέτης, κατάλληλος να κυβερνήσει ένα λαό; Μήπως οι εκτιμήσεις τους είναι επιπόλαιες και στηρίζονται πιο πολύ στο συναίσθημα παρά στη λογική; Αν και το πρόβλημα δεν είναι ποιος είναι «καταλληλότερος για πρωθυπουργός», αλλά ποιος είναι «κατάλληλος για πρωθυπουργός». Γιατί αυτός που είναι «καταλληλότερος» από κάποιον άλλο δε σημαίνει κατ’ ανάγκη πως είναι και «κατάλληλος» για κάποιο έργο.
Όμως,το πρόβλημα έχει και μιαν άλλη διάσταση. Το ερώτημα καλεί τους πολίτες να συγκρίνουν ανόμοια πράγματα. Πώς είναι δυνατό να συγκριθεί κάποιος που έχει δοκιμαστεί επί σειρά ετών στη θέση του πρωθυπουργού με κάποιον που δεν έχει υπηρετήσει σε αυτή τη θέση, αλλά απλώς την επιδιώκει; Μετά τον αμοιβαίο θάνατο του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, παιδιών του Οιδίποδα και μοναδικών διαδόχων του θηβαϊκού θρόνου, την εξουσία κατέλαβε δικαιωματικά ο θείος τους Κρέων. Ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη του βάζει τον Κρέοντα να τονίζει στις προγραμματικές του δηλώσεις μετά την ανάληψη της εξουσίας και την άνοδό του στον θρόνο της Θήβας πως «αμήχανον παντός ανδρός εκμαθειν// ψυχήν τε και φρόνημα και γνώμην, πριν αν // αρχαις τε και νόμοισιν εντριβής φανη» (στ. 175-177), που σημαίνει πως είναι αδύνατο να μάθει κανείς την ηθική υπόσταση και φύση του ανθρώπου, την ικανότητά του να κρίνει και να λαμβάνει αποφάσεις, το πνεύμα με το οποίο διαχειρίζεται τις δημόσιες υποθέσεις και τον χαρακτήρα της πολιτικής του, πριν αυτός δοκιμαστεί στην άσκηση της εξουσίας. Πριν από τον Σοφοκλή ένας από τους επτά αρχαίους σοφούς, ο Βίας ο Πριηνεύς, είχε διατυπώσει μια παρόμοια άποψη. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Αριστοτέλης αυτός είχε πει «πολλοί μεν γαρ εν μεν τοις οικείοις τη αρετη δύνανται χρησθαι, εν δε τοις προς έτερον αδυνατουσιν. Και δια τουτο ευ δοκει έχειν το του Βίαντος, ότι αρχή άνδρα δείξει* προς έτερον γαρ και εν κοινωνία ήδη ο άρχων» (Ηθικ. Νικ. 5.3 ). Ο Βίας τόνιζε πως η ανάληψη και η άσκηση της εξουσίας θα δείξει την ποιότητα του ανθρώπου.
Η άποψη αυτή είναι απόλυτα σωστή. Εκείνος που δεν ασκεί εξουσία είναι σχεδόν ανεύθυνος. Στην προσπάθειά του να καταλάβει την εξουσία μπορεί να κάνει και να λέει ό τι εξυπηρετεί τους στόχους του* μπορεί να συμπεριφέρεται με λαϊκίστικο και δημαγωγικό τρόπο. Η δημαγωγική αυτή συμπεριφορά μπορεί να είναι συνειδητή και σκόπιμη ή να οφείλεται σε άγνοια της πραγματικής κατάστασης, πράγμα απίθανο. Παρέχει απλόχερα υποσχέσεις που, όταν ανέλθει στην εξουσία, ή δεν είναι διατεθειμένος ή αδυνατεί να τις εκπληρώσει και να τις ικανοποιήσει. Εδώ ισχύει το λαϊκό ρητό «έξω από τον χορό πολλά τραγούδια». Πολλά είναι τα παραδείγματα των πολιτικών που μεταμορφώθηκαν μόλις ανέλαβαν την εξουσία. Η άσκηση της εξουσίας και οι συνακόλουθες ευθύνες τούς απογυμνώνουν, τους κάνουν να αποβάλουν το ‘προσωπείο’ και να δείξουν το πραγματικό τους ‘πρόσωπο’.
Ποιος, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ικανός ηγέτης; Η αρχαία ελληνική γραμματεία είναι διαφωτιστική και σε αυτό το θέμα.. Ο Κρέων λέει τα εξής στον ενθρονιστήριο λόγο του και τις προγραμματικές του δηλώσεις στην Αντιγόνη του Σοφοκλή: «εμοί γαρ όστις πασαν ευθύνων πόλιν / μη των αρίστων άπτεται βουλευμάτων , αλλ’ εκ φόβου του γλωσσαν εγκλήσας έχει / κάκιστος είναι δοκει ./ και μείζον’ όστις αντί της αυτου πάτρας / φίλον νομίζει , τουτον ουδαμού λέγω’ (στ.178-183). Ο Κρέων λέει πως «εκείνος που κυβερνά ένα κράτος, σαν δεν παίρνει τις πιο σωστές αποφάσεις, αλλά από κάποιο φόβο κρατά το στόμα του κλειστό, είναι τελείως ανάξιος* πως, όποιος θεωρεί ένα φίλο ανώτερο από την πατρίδα του την ίδια, είναι ένα μηδενικό». Με λίγες λέξεις ο Κρέων υποστηρίζει πως ο ιδανικός ηγέτης πρέπει να διακρίνεται για την αγάπη για την πατρίδα του (φιλοπατρία) και να υποτάσσει σε αυτή το ατομικό του συμφέρον, το θάρρος στην έκφραση της άποψής του (παρρησία) και την ικανότητα λήψης σωστών αποφάσεων (ευβουλία). Ο Κρέων τονίζει πως σύμφωνα με αυτές τις αρχές θα κυβερνήσει την πόλη του. Διερωτάται κανείς αν οι σημερινοί ηγέτες μας έχουν αυτές τις αρετές.

Πάντως, όταν αναζητούμε τον ‘αληθινό ηγέτη’ πρέπει να λάβουμε υπόψη και όσα λέει ο Θουκυδίδης για τον Περικλή, τον καλύτερο πολιτικό ηγέτη που αναγνώρισε, τίμησε και τιμά ακόμη και σήμερα η ιστορία. Λέει λοιπόν ο Θουκυδίδης ανάμεσα σε άλλα πως ο Περικλής, σε αντίθεση με τους πολιτικούς που τον διαδέχτηκαν «επειδή ασκούσε μεγάλη επιρροή που πήγαζε και από το αξίωμά του και από την ισχυρή του διάνοια, και ήταν κατά γενική παραδοχή εντελώς αδιάφθορος από χρήματα, εξουσίαζε τον λαό με τη συγκατάθεσή του και δεν παρασυρόταν πιο πολύ απ’ αυτόν, αλλά ο ίδιος τον κατηύθυνε, γιατί δεν μιλούσε, για να τον κολακέψει στην προσπάθειά του να αποκτήσει δύναμη με αθέμιτα μέσα, αλλά μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα κι αν προκαλούσε την οργή του, επειδή κρατούσε τη δύναμη αξιοκρατικά …»(Θουκ. ΙΙ.65).
Όμως, η κακοδαιμονία της πολιτικής ζωής της χώρας μας δε βρίσκεται στο αν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι πολιτικοί. Εντοπίζεται αλλού. Είναι τόση η φιλοδοξία όλων των πολιτικών, που από τη στιγμή που θα εκλεγεί κάποιος πρωθυπουργός, όλοι οι άλλοι, εχθροί και φίλοι, πολιτικοί αντίπαλοι και συνεργάτες του ίδιου κόμματος, συνωμοτούν εναντίον του και προσπαθούν να τον ‘ρίξουν’. Αντί να τον βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα διάφορα προβλήματα για το καλό της χώρας, του δημιουργούν προβλήματα με την προσδοκία της αποτυχίας και της απόρριψής του. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι γνωστό πως κάθε κυβέρνηση που αναλαμβάνει την εξουσία βρίσκει «καμένη γη», δηλ. άδειο ταμείο. Είναι πια κανόνας κάθε κυβέρνηση να ασκεί σφιχτή οικονομική πολιτική, πολιτική ‘λιτότητας’, όπως είναι γνωστή, να πιέζει οικονομικά τον λαό, να προσπαθεί να γεμίσει το δημόσιο ταμείο και μόνο τον τελευταίο χρόνο τα προβλήματα παρουσιάζονται να έχουν λυθεί και αρχίζουν οι παροχές που στοχεύουν πρώτα στην άγρα ψήφων και έπειτα, σε περίπτωση αποτυχίας, τη δημιουργία δυσκολιών στην άσκηση γόνιμης πολιτικής από το αντίπαλο κόμμα. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος που, δυστυχώς, διαιωνίζεται. Εκείνο που ενδιαφέρει τους πολιτικούς δεν είναι τόσο το καλό του κοινωνικού συνόλου, αλλά η κατάκτηση της εξουσίας και η διατήρησή της. Αυτή την εντύπωση δημιουργεί η συμπεριφορά της κυβέρνησης την τελευταία περίοδο: ή τα οικονομικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν ήταν απαραίτητα και έπρεπε να εφαρμοστούν, έστω και αν κάποιοι επρόκειτο να στενοχωρηθούν, ή δεν ήταν απαραίτητα και δεν έπρεπε να ληφθούν καθόλου. Οι παλινδρομήσεις και οι ανακλήσεις των οικονομικών μέτρων μειώνουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης και απαξιώνουν την πολιτική στη συνείδηση του λαού. Δείχνουν πως όλοι όσοι ασκούν την εξουσία είναι πρόθυμοι να γίνουν ‘λαϊκιστές’ με μοναδικό σκοπό να μη χάσουν την ‘καρέκλα’. Με τέτοια, όμως, πολιτική φιλοσοφία, δυστυχώς, η χώρα μας δεν έχει μέλλον!